κατάτρομος

κατάτρομος
-η, -ο
έντρομος, περιδεής, πανικόβλητος, καταφοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -τρομος (< τρόμος), πρβλ. έν-τρομος, περί-τρομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δημήτριο Βικέλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάτρομος — η, ο ο κατατρομαγμένος, καταφοβισμένος, πανικόβλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”